εἰσερχομένου

εἰσερχομένου
εἰσέρχομαι
go in
pres part mp masc/neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • απορρόφηση — Στη χημεία, είναι το φαινόμενο κατά το οποίο μια αέρια ουσία περνά μέσα από ένα στερεό ή υγρό σώμα, ή μια υγρή ουσία μέσα από ένα στερεό σώμα. H διείσδυση ενός αερίου σε ένα υγρό υπακούει σε έναν νόμο που διατύπωσε το 1803 ο Γουίλιαμ Χένρι: «Η… …   Dictionary of Greek

  • μειωτής στροφών — Μηχανική συσκευή, κατάλληλη για τη μετάδοση της ισχύος με ταυτόχρονη μείωση των στροφών. Αποτελείται από οδοντωτούς τροχούς, οι οποίοι είναι στερεωμένοι συνήθως σε ένα μεταλλικό κιβώτιο. Από το κιβώτιο βγαίνουν δύο άξονες· ο ένας συνδέεται με τον …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”